- απλάκωτος
- η , ο1) не раздавленный, не расплющенный; 2) немощёный; 3) неслучённый (о животных)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απλάκωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει πιεστεί κάτω από μεγάλο βάρος 2. αυτός που δεν πλακώθηκε (με άσεμνη σημασία) … Dictionary of Greek
απλάκωτος — η, ο αυτός που δεν καταπλακώθηκε: Το σπίτι έπεσε απ’ το σεισμό, αλλά εκείνοι έμειναν απλάκωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)